Για τις νοικοκυρές που κάθονται στο σπίτι, για τις γυναίκες που δουλεύουν και δεν έχουν πολύ χρόνο, ακόμη και για τους άντρες που τους αρέσει να πειραματίζονται με τις γεύσεις και την κουζίνα, σήμερα θα ήθελα να σας δώσω μια εύκολη συνταγή για τηγανιά!!
Είναι ένα πείραμα που έκανα χθες στην κουζίνα μου και η οικογένεια μου ξετρελλάθηκε με την γεύση που δοκίμασε.
Υλικά:
700 γραμμάρια τηγανιά χοιρινή κομμένη σε κυβάκια
1/3 κουταλάκι γλυκού κύμινο।
1 μεσαίο κρεμμύδι χοντροκομμένο
1 κόκκινη πιπεριά κομμένη σε ρίγες
1 πράσινη πιπεριά κομμένη σε ρίγες
1 μεσαία ντομάτα κομμένη σε κύβους
३ φυλλαράκια δάφνη
Μισό ποτήρι λευκό κρασί ή και ρετσίνα
Μισό ποτήρι ελαιόλαδο
Αλάτι-πιπέρι-ρίγανη
Εκτέλεση:
Βάζουμε όλα τα υλικά μαζί με το κρέας σε ένα σκεύος τα σκεπάζουμε και τα αφήνουμε για τουλάχιστον 2 ώρες στο ψυγείο।
Ξεχωρίζουμε το κρέας και το τσιγαρίζουμε ελαφρά σε μια κατσαρόλα με το λάδι που έχει επάνω του από την μαρινάδα।
Ρίχνουμε και τα υπόλοιπα υλικά και αφήνουμε να σιγοβράσει για 40 λεπτά।
Η σαλτσούλα του θα έχει πήξει και θα είναι πεντανόστιμο!!
Εγώ το συνόδεψα με ρυζάκι το οποίο έστρωσα από κάτω, έβαλα την τηγανιά από πάνω και έριξα λίγη από την σάλτσα।
Καλή επιτυχιά και καλή όρεξη!!!
ΥΓ. Το κρασί που θα σας περισέψει μπορείτε να το σερβίρετε σε γιορτινά ποτήρια και να κάνετε πιο επίσημο το γεύμα σας!!
Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010
Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010
ΧΩΡΙΟ
Καθώς φτάνω στον τόπο που μεγάλωσα, πάντα η καρδιά μου χτυπάει λίγο πιο δυνατά και τα μάτια μου ψάχνουν οικείες φυσιογνωμίες να ανταμώσουν.
Λίγο πριν τη στροφή για το πατρικό μου γυρεύω να δω το σπίτι της γιαγιάς μου που έχει φύγει εδώ και ένα χρόνο. Περίεργο... πάντα το ξεχνάω και νομίζω πως θα την δω να ξεχορταριάζει τα λουλούδια της...
Φτάνοντας έξω από το σπίτι, οι άνθρωποι που με γέννησαν και με μεγάλωσαν περιμένουν πάντα να με δουν τώρα που είναι καλοκαίρι έξω στη βεράντα μας. Γεμάτη από λουλούδια η βεράντα μας, και με την μυρωδιά από τις μαστιχιές που κρέμονται στα παράθυρα να σου τρυπάει την μύτη.
Φέρνει τόσες θύμησες αυτό το σπίτι που όταν το βλέπω από μακρυά είναι σαν να βλέπω ταινία μπερδεμένη που μέσα έχει καλοκαίρια, χειμώνες, θάλασσες και χιόνια κλάμα και χαρά μαύρα ρούχα για τις κηδείες που πέρασαν αλλά και σορτσακια, πολύχρωμα φουστάνια και μαγίω απλωμένα στο πίσω μπαλκόνι ακόμα με την αλμύρα της θάλασσας.
Έκανα μια βόλτα με τα πόδια αυτή την φορά στο χωριό και είδα πράγματα που είχα χρόνια να δω...
Γιαγιάδες - οι περισσότερες μαυροφορεμένες γιατί ο χρόνος τους πήρε τους άντρες τους- και παππούδες να κάθονται στα πεζούλια των σπιτιών τους...
Δεν έχουν πια τις έγνοιες που είχαν στα νιάτα τους.
Πως να φέρουν στο σπίτι "πέντε φράγκα " για να ζήσουν। Με κάποιο μαγικό τρόπο έχουν τον τρόπο τους και ζουν με αυτά που έχουν.
Έχουν δεχτεί τον χρόνο να περνάει από πάνω τους και να τους τσαλακώνει το πρόσωπο χωρίς να δυσανασχετούν.Έτσι κι'αλλιώς , για αυτούς τους ανθρώπους δεν είχε και ποτε σημασία το πρόσωπο, η καρδιά συνήθως ήταν αυτή που του έννοιαζε, η ψυχούλα να ήταν ζεστή, να είχε ο διπλανός τους φιλότιμο και να βοηθούσε στο χωράφι όταν πήγαιναν να σπείρουν. Και το βράδυ οι άντρες να πίναν μια ρετσίνα μαζι στον καφενείο και οι γυναίκες να μαζεύονταν στα σοκάκια για ¨νυχτέρι¨. Πέρασαν πολλά χρόνια σ'αυτό το χωρίο αυτοί οι παππούδες και οι γιαγιάδες... Όλη τους τη ζωή ίσως ...Ενα από τα πράγματα που δεν άλλαξε μέσα στο πέρασμα όλων αυτών των χρόνων είναι τα απογεύματα αυτά που κάθονταν στα πεζούλια τους, όπως σήμερα που τους βρήκα.
Πέρασα μπροστά από συκιές που ήταν φορτωμένες με σύκα και αχλαδιές με μικρά άγουρα ακόμα αχλαδάκια στα κλαδιά τους. Είχα ξεχάσει πως είναι οι μπαχτσέδες με τις πιπεριές, τις ντοματιές, και την μεγάλη κολοκύθα που ωριμάζει κάτω από τα φύλλα της. Είδα ακόμη και το κουί που κρεμούσαμε παλιά τους "κιοντέδες" με το καπνό.
Το βρήκα σφραγισμένο, κλειστό με μια μεγάλη τετράγωνη πέτρα. Αυτόματα έφτασε στην μύτη μου η μυρωδιά του ξερού καπνού και ήταν σαν να ΄ταν χθες που "βελόνιαζα" το καπνό μια σταλιά κοριτσάκι δίπλα στην γιαγιά μου... Κάτω απ'τη σκιά της καρυδιάς..
Τι νοσταλγιά νιώθω κάθε φορά που πάω στο χωριό...
Τα μπουγελώματα με την παρέα, την ανεμελιά του καλοκαιριού, τα παιχνίδια στον πλάτανο,την μυρωδιά από τις μελιτζάνες που τηγανίζει το μισό χωριό, τις ανακοινώσεις της κοινότητας που ακούγονται από τα μεγάφωνα, τους πετεινούς το ξημέρωμα, τα τζιτζίκια το καταμεσήμερο ...
Πέρασαν και δεν θα ξανάρθουν..
Τα έζησα και δεν θα τα ξαναζήσω στην καθημερινότητά μου...
Πάντα όμως θα τα έχω εκεί και θα μπορώ να τα επισκέπτομαι όποτε μου κάνει κέφι!
Πάντοτε θα είναι δικά μου...
Κατάδικά μου...
Λίγο πριν τη στροφή για το πατρικό μου γυρεύω να δω το σπίτι της γιαγιάς μου που έχει φύγει εδώ και ένα χρόνο. Περίεργο... πάντα το ξεχνάω και νομίζω πως θα την δω να ξεχορταριάζει τα λουλούδια της...
Φτάνοντας έξω από το σπίτι, οι άνθρωποι που με γέννησαν και με μεγάλωσαν περιμένουν πάντα να με δουν τώρα που είναι καλοκαίρι έξω στη βεράντα μας. Γεμάτη από λουλούδια η βεράντα μας, και με την μυρωδιά από τις μαστιχιές που κρέμονται στα παράθυρα να σου τρυπάει την μύτη.
Φέρνει τόσες θύμησες αυτό το σπίτι που όταν το βλέπω από μακρυά είναι σαν να βλέπω ταινία μπερδεμένη που μέσα έχει καλοκαίρια, χειμώνες, θάλασσες και χιόνια κλάμα και χαρά μαύρα ρούχα για τις κηδείες που πέρασαν αλλά και σορτσακια, πολύχρωμα φουστάνια και μαγίω απλωμένα στο πίσω μπαλκόνι ακόμα με την αλμύρα της θάλασσας.
Έκανα μια βόλτα με τα πόδια αυτή την φορά στο χωριό και είδα πράγματα που είχα χρόνια να δω...
Γιαγιάδες - οι περισσότερες μαυροφορεμένες γιατί ο χρόνος τους πήρε τους άντρες τους- και παππούδες να κάθονται στα πεζούλια των σπιτιών τους...
Δεν έχουν πια τις έγνοιες που είχαν στα νιάτα τους.
Πως να φέρουν στο σπίτι "πέντε φράγκα " για να ζήσουν। Με κάποιο μαγικό τρόπο έχουν τον τρόπο τους και ζουν με αυτά που έχουν.
Έχουν δεχτεί τον χρόνο να περνάει από πάνω τους και να τους τσαλακώνει το πρόσωπο χωρίς να δυσανασχετούν.Έτσι κι'αλλιώς , για αυτούς τους ανθρώπους δεν είχε και ποτε σημασία το πρόσωπο, η καρδιά συνήθως ήταν αυτή που του έννοιαζε, η ψυχούλα να ήταν ζεστή, να είχε ο διπλανός τους φιλότιμο και να βοηθούσε στο χωράφι όταν πήγαιναν να σπείρουν. Και το βράδυ οι άντρες να πίναν μια ρετσίνα μαζι στον καφενείο και οι γυναίκες να μαζεύονταν στα σοκάκια για ¨νυχτέρι¨. Πέρασαν πολλά χρόνια σ'αυτό το χωρίο αυτοί οι παππούδες και οι γιαγιάδες... Όλη τους τη ζωή ίσως ...Ενα από τα πράγματα που δεν άλλαξε μέσα στο πέρασμα όλων αυτών των χρόνων είναι τα απογεύματα αυτά που κάθονταν στα πεζούλια τους, όπως σήμερα που τους βρήκα.
Πέρασα μπροστά από συκιές που ήταν φορτωμένες με σύκα και αχλαδιές με μικρά άγουρα ακόμα αχλαδάκια στα κλαδιά τους. Είχα ξεχάσει πως είναι οι μπαχτσέδες με τις πιπεριές, τις ντοματιές, και την μεγάλη κολοκύθα που ωριμάζει κάτω από τα φύλλα της. Είδα ακόμη και το κουί που κρεμούσαμε παλιά τους "κιοντέδες" με το καπνό.
Το βρήκα σφραγισμένο, κλειστό με μια μεγάλη τετράγωνη πέτρα. Αυτόματα έφτασε στην μύτη μου η μυρωδιά του ξερού καπνού και ήταν σαν να ΄ταν χθες που "βελόνιαζα" το καπνό μια σταλιά κοριτσάκι δίπλα στην γιαγιά μου... Κάτω απ'τη σκιά της καρυδιάς..
Τι νοσταλγιά νιώθω κάθε φορά που πάω στο χωριό...
Τα μπουγελώματα με την παρέα, την ανεμελιά του καλοκαιριού, τα παιχνίδια στον πλάτανο,την μυρωδιά από τις μελιτζάνες που τηγανίζει το μισό χωριό, τις ανακοινώσεις της κοινότητας που ακούγονται από τα μεγάφωνα, τους πετεινούς το ξημέρωμα, τα τζιτζίκια το καταμεσήμερο ...
Πέρασαν και δεν θα ξανάρθουν..
Τα έζησα και δεν θα τα ξαναζήσω στην καθημερινότητά μου...
Πάντα όμως θα τα έχω εκεί και θα μπορώ να τα επισκέπτομαι όποτε μου κάνει κέφι!
Πάντοτε θα είναι δικά μου...
Κατάδικά μου...
Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)